Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Ομήρου Αντίκλεια

 Η ενδέκατη ραψωδία (λ') της Οδύσσειας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «Ύμνος προς την Μητέρα». Ο Όμηρος, προφασίζεται την ανάγκη να κατέλθει ο Οδυσσέας στον Άδη προκειμένου να συναντήσει εκεί τον μάντη Τειρεσία ώστε να μας μιλήσει έτσι μέσα από τους συναρπαστικούς διαλόγους που ακολουθούν για την εξέχουσα και ιδιαίτερα τιμητική θέση της μάνας στα ομηρικά έπη.

 Μετά λοιπόν από ένα έτος παραμονής στο νησί της Κίρκης ο Οδυσσέας ξεκινάει, κατόπιν προτροπής της Κίρκης, το ταξίδι για τον Άδη προκειμένου να συναντήσει εκεί τον μάντη Τειρεσία που είχε πεθάνει και βρισκόταν πια στον Κάτω Κόσμο ώστε να μάθει απ' αυτόν λεπτομέρειες για τη συνέχεια του ταξιδιού του προς την Ιθάκη.  

ραψωδία κ΄, στίχοι 490-493, Κίρκη:
ανάγκη ωστόσο να τελέψετε μιαν άλλη στράτα πρώτα,
στης Περσεφόνης της ανήμερης και στου Άδη τα παλάτια,
χρησμό από την ψυχή να πάρετε του Τειρεσία, που μάντης
στη Θήβα ήταν τυφλός, μα η δύναμη κρατάει του νου του ακόμα

 Εκεί, πριν ακόμα συναντήσει το πνεύμα του Τειρεσία, είδε το πνεύμα της μητέρας του, της Αντίκλειας,  και τότε είναι η στιγμή που ο ήρωας που κατά τ' άλλα δεν διστάζει να αναμετρηθεί μονάχος του με ολόκληρους στρατούς και δεν φοβάται τίποτα μπροστά σε τέρατα που ξεφυτρώνουν από τα έγκατα της Γης,  συγκινείται και κλαίει σαν μικρό παιδί σαν ανταμώνει με την μάνα του μετά από πολλά χρόνια.  

ραψωδία λ', στίχοι 84-87
Kι ήρθε η ψυχή της δόλιας μάνας μου μπροστά μου, της Αντίκλειας,
της κόρης του αντρειωμένου Αυτόλυκου, που εγώ την είχα αφήσει
να ζει, στην άγια Τροία σα μίσευα, και τώρα είχε πεθάνει.
Κι όπως την είδα, μου 'ρθαν κλάματα, την πόνεσε η καρδιά μου,

 Θα έπρεπε ωστόσο να περιμένει μέχρι να συναντήσει πρώτα τον μάντη. Όταν αυτός έρχεται η εξέλιξη του διαλόγου που ακολουθεί είναι εντελώς απροσδόκητη. Αφού λοιπόν ο Τειρεσίας ολοκλήρωσε την προφητική του αφήγηση (ραψωδία λ' στίχοι 100-137) για το τί περιμένει τον Οδυσσέα στον δρόμο προς την Ιθάκη εμμένοντας περισσότερο στο ότι δεν θα πρέπει να πειράξουν τα βόδια του θεού Ήλιου στο νησί Θρινακία που θα βρουν στο δρόμο τους καθώς και για το τί θα πρέπει να πράξει αφού φτάσει στον προορισμό του, θα ανέμενε ο αναγνώστης να ξεκινήσει ευθύς αμέσως μία σειρά διευκρινιστικών ερωτήσεων προς τον μάντη από τον Οδυσσέα καθώς και επιθυμία το να μάθει ακόμα περισσότερα.
Κι όμως, το ένα και μοναδικό και τίποτα άλλο που ήθελε τελικά να μάθει ο Οδυσσέας από τον Τειρεσία ήταν το πώς θα μπορέσει να μιλήσει με την μητέρα του.

ραψωδία λ', στίχοι 138-144, Οδυσσέας:
Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω:
,, Τούτα οι θεοί θαρρώ πως τα 'κλωσαν ατοί τους, Τειρεσία.
Μον᾿ έλα τώρα, δώσε απόκριση και την αλήθεια πες μου:
Μπροστά μου την ψυχή της μάνας μου θωρώ της πεθαμένης'
κοντά στο γαίμα κάθεται άλαλη, κι ουδέ βαστάει τα μάτια
στο γιο της να στυλώσει αντίκρυ του και να του κουβεντιάσει.
Θέλω, τρανέ, να ξέρω αν γίνεται ποιος είμαι να γνωρίσει."

 Ο ποιητής λοιπόν με την απάντηση του Οδυσσέα «έτσι κι αλλιώς αυτά που μου είπες  τά ᾿ χουν οι θεοί κανονισμένα» εν μέρει ακυρώνει τον υποτιθέμενο λόγο της επίσκεψης του Οδυσσέα στον Άδη και αποκαλύπτει τον πραγματικό σκοπό της αφήγησης που είναι η αγάπη προς την μάνα. Το γεγονός ότι ο ποιητής μόνο ως πρόφαση προέβαλε την απόσπαση πληροφοριών από τον Τειρεσία ως πραγματικό λόγο της επίσκεψης στον Άδη , ενισχύεται από το ότι αυτά που είπε ο Τειρεσίας τα γνώριζε ήδη η Κίρκη και τα είπε μάλιστα στον Οδυσσέα με ακόμα μεγαλύτερες λεπτομέρειες μόλις ο Οδυσσέας επέστρεψε για λίγο στο νησί της αφού έφυγε από τον Άδη. 

ραψωδία μ' στίχοι 37 – 141, Κίρκη: 
,, Έτσι όλα τούτα τώρα τέλεψαν μα στα δικά μου λόγια
για στήσε αφτί᾿ μπορεί κι αθάνατος να σου τ᾿ αναθυμίσει!
Πιό πρώτα στις Σειρήνες φεύγοντας θα φτάσεις…
….
…αυτή είν᾿ η αρμήνια μου! Και συ να ξεγλιτώσεις, 
Θα φτάσεις πίσω δίχως συντρόφους, αργά, συφοριασμένος.


 Μόλις ο Τειρεσίας είπε στον Οδυσσέα τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να δει τη μάνα του τότε γινόμαστε μάρτυρες της συναισθηματικά φορτισμένης αντάμωσης μάνας και παιδιού.

ραψωδία λ', στίχοι 152-204
 κι ήρθε τότε …
…η μάνα μου᾿ μεμιάς νογάει ποιος ήμουν,
και μες στα κλάματα ανεμάρπαστα μου συντυχαίνει λόγια: …

 Μαθαίνουμε από την ίδια ότι πέθανε από τον καημό της για τον Οδυσσέα αφού τα χρόνια περνούσαν και αυτός δεν έλεε να επιστρέψει από του Ιλίου τα μέρη. 

λ', 202-203
μόνο ο καημός για σε κι η ορμήνια σου και τα καλά σου λόγια, 
που μου 'χαν λείψει, τη μελόγλυκια ζωή μου θανάτωσαν.

Τόση όμως ήταν η λαχτάρα του Οδυσσέα για την μάνα του που προσπάθησε τότε να την αγκαλιάσει. Προσπάθησε τρείς φορές να την αγκαλιάσει μα ήταν σα να προσπαθούσε να αγκαλιάσει καπνό

λ', 207-214
και τρεις φορές μες απ᾿ τα χέρια μου σαν όνειρο, σαν ίσκιος
μου πέταξε᾿ κι εγώ, ως έθέριευε φαρμάκι η πίκρα εντός μου,
την έκραξα και με ανεμάρπαστα της συντυχαίνω λόγια:

,, Γιατί δε στέκεις τώρα, μάνα μου, που θέλω να σε πιάσω,
και μες στον Άδη που βρεθήκαμε να σφιχταγκαλιαστούμε,
να βρούμε στο πικρό το σύθρηνο χαρά και παρηγοριά; 
Η Περσεφόνη μήπως σ᾿ έπλασε κι είσαι αγερένιος ίσκιος,
κι εδώ σε στέλνει, ακόμα πιότερο να κλαίω και να χτυπιέμαι;"



 Κάπου εκεί, με την προτροπή της Αντίκλειας προς τον Οδυσσέα να ανέβει όσο πιο γρήγορα μπορεί και πάλι προς το φώς (λ'223: Τώρα στο φως μιαν ώρα αρχύτερα κοίτα ν᾿ ανέβεις, όμως), ο Όμηρος λήγει την συνάντηση μητέρας και γιού. Μας μετέφερε άλλωστε αυτό που ήθελε. Για ακόμα μία φορά τα ομηρικά έπη μάς διδάσκουν αξίες που είναι και θα πρέπει να παραμείνουν αναλλοίωτες εις τους αιώνες. 


Τα αποσπάσματα από την Οδύσσεια είναι από την μετάφραση των Καζαντζάκη-Κακριδή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου