Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Οι εκλογές ως η πανηγυρική επισφράγιση της ψευδοδημοκρατίας

  Σφυροκοπούμαστε ανελέητα, ήδη από τά πρώτα μας σχολικά χρόνια μέ τό «οι εκλογές είναι η κορυφαία πράξη της Δημοκρατίας». Αφού λοιπόν αυτή η πράξη είναι η κορυφαία, τότε αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχουν και άλλες πράξεις με μικρότερο όμως βαθμὀ συμμετοχἠς μας στην υποτιθέμενη Δημοκρατία έτσι ώστε η συγκεκριμένη πράξη συγκρινόμενη μὲ αυτές νά αναδεικνὐεται ως η κορυφαία μεταξύ τους. Ποιές ακριβώς ὀμως είναι αυτὲς οι άλλες πράξεις με τις οποίες μας έχει επιτρέψει το μεταπολιτευτικό σύστημα διακυβέρνησης να συμμετέχουμε στό πολίτευμα της Δημοκρατίας που προσπαθούν να μας πείσουν ότι έχουμε; 



Ποιές;

…... . .  .   .



Καμία! 

  Δεν μας επιτρέπεται να εκφραστούμε με κανέναν απολύτως τρόπο. Και όποτε πάμε να το κάνουμε τότε βγαίνουν από ένα σοκάκι τα πράσινα ανθρωπάκια του συστήματος και μας πνίγουν με χημικά που προορίζονται για στρατιωτικές επιχειρήσεις. Αυτή είναι η νέα μορφή δημοκρατικού διαλόγου με τους πολίτες έτσι και αυτοί τολμήσουν να πλησιάσουν κάποιο υπουργείο για να συναντήσουν τον υπουργό ή κάποιον άλλο ιπποκόμο του - πρώην και νυν κύριο Τίποτα - ώστε να του θέσουν τα αιτήματά τους. Ίσως λοιπόν να μπορείς, αν το ζητήσεις, να συνομιλήσεις με τον Θεό, με έλληνα υπουργό όμως, ποτέ.

  Παρόλα αυτά φαίνεται ότι συνεχίζουμε να ελπίζουμε στο υπάρχον σύστημα στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και σύσσωμη η εκάστοτε αντιπολίτευση η οποία εσκεμμένα δεν κατάφερε ποτέ να επηρεάσει απολύτως τίποτα ως αντιπολίτευση μιας και η κομματική επιδότηση για τα κοινοβουλευτικά κόμματα είναι ανεξάρτητη της επίδοσής τους εντός του κοινοβουλίου.  

  Αυτό βέβαια είναι χαρακτηριστικό της θρησκευτικής προσήλωσης και πίστης μας στα κόμματα ως κάποιες θεϊκές οντότητες οι οποίες θα μας σώσουν με τις ενέργειές τους εντός του κοινοβουλίου ώστε ακόμα και μετά από μια εξαντλητικά αναλυτική συζήτηση μεταξύ μας περί του πώς περιήλθαμε στην παρούσα κατάσταση, ποιοί μας οδήγησαν σ’ αυτήν και τι αναμένεται να κάνουν και οι επόμενοι η ξενερωτική ερώτηση με την οποία κλείνει πάντα η κουβέντα είναι: «…ωραία όλα αυτά! Και τότε τι να ψηφίσουμε;»

  Το παραπάνω, εντάσσεται σε μια γενικότερη ψυχολογία η οποία μας θέλει να στηρίζουμε τις ελπίδες μας σε όλα τα άλλα εκτός από τον εαυτό μας. Ελπίζουμε πως όταν η αντιπολίτευση γίνει κυβέρνηση τότε όλα θα ανατραπούν, ελπίζουμε ότι κάποτε ο κόσμος θα ξεσηκωθεί, ελπίζουμε ότι ο Θεός είναι μεγάλος και θα μας σώσει,  ελπίζουμε ότι στην Ευρώπη θα μας λυπηθούν και δεν θα συνεχίσουν να απαιτούν αυτές τις απάνθρωπες θυσίες. Μέχρι και στους δημοσιογράφους ελπίζουμε και ότι η κάθε συνέντευξη που παίρνουν από τον κυβερνητικό καλεσμένο τους θα είναι και η τελευταία του μιας και θα τον στριμώξουν τόσο πολύ στη γωνία ώστε αυτός θα παραδεχτεί στο τέλος ότι «ναι, λειτουργώ μόνο για τους ξένους δανειστές εις βάρος του ελληνικού λαού» και εξαφανιστεί από το στούντιο πριν προλάβουν τα εξαγριωμένα στο μεταξύ πλήθη να σηκωθούν από τους καναπέδες τους και να καταφτάσουν μέχρι τις εγκαταστάσεις του καναλιού περιμένοντας να βγει από το στούντιο για να τον λιντσάρουν.

  Μέχρι τώρα αποδείχτηκε ότι ουδέποτε το πολιτικό-πωλητικό προσωπικό ενδιαφέρθηκε για τον απλό κόσμο.  Είχαμε πάντα κυβερνήσεις εξαγορασμένες από τα ντόπια και τα ξένα συμφέροντα (οι αποκαλούμενοι παλαιότερα ως «θεσμικοί επενδυτές») και αντιπολιτεύσεις που είτε περίμεναν απλώς τη σειρά τους είτε ήξεραν πως ό,τι και να γίνει στραβά-κουτσά θα ξαναμπούν στην επόμενη βουλή. Οι δε βουλευτές, αντί να βουλεύονται,  βολεύονται στον παχυλό μισθό τους χωρίς να έχουν απολύτως κανένα ενδιαφέρον ούτε καν για το προεκλογικό πρόγραμμα με βάση το οποίο υποτίθεται ότι εκλέχθηκαν και καμία αίσθηση ευθύνης για την ψήφο τους εντός κοινοβουλίου. Στο μεταξύ ρίπτονταν κάποια ψίχουλα στον κόσμο αποσκοπώντας ακριβώς στο να του απαγγείλουν αργότερα την κατηγορία «μαζί τα φάγαμε».

  Για ποιό λόγο λοιπόν το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών να διακόψει αυτή την συναρπαστική παράδοση και για ποιο λόγο ο επόμενος σωτήρας να αποδειχτεί αυτή τη φορά πραγματικός και όχι «μαϊμού»; Δεν υπάρχει καμία προηγούμενη ιστορική αναφορά που συνηγορεί υπέρ αυτής της προσδοκίας.

  Πολλές φορές εσφαλμένα εμείς η νεώτερες γενιές βρίζουμε τη λεγόμενη γενιά των μπλε και πράσινων καφενείων λέγοντας μάλιστα ωρυόμενοι ότι αυτή είναι που μας καταδίκασε αφού με την ψήφο της έφερε στον τόπο κυβερνήσεις που έκοβαν και έραβαν με αυτοκρατορική αλαζονεία.

  Ενώ εμείς οι μη-ανήκοντες στους πάλαι ποτέ πρανισομπλέ καφενόβιους τι διαφορετικό κάνουμε τώρα; Δεν κάνουμε τίποτα άλλο παρά να περιμένουμε στωικά υπομένοντας τα πάντα πότε θα ανακοινωθεί η ημερομηνία των επόμενων εκλογών ώστε να αναδειχτεί επιτέλους από αυτές ο καινούργιος Neo του Matrix, αυτός με το αεροδυναμικό γυαλάκι και τη λεπτή μυτούλα, ο εκλεκτός που θα νικήσει τις κινούμενες μηχανές του κιμά που αλέθουν αλύπητα όποιον φουκαρά βρουν στο διάβα τους και θα μας σώσει έτσι από τον επερχόμενο αφανισμό.

  Υπογράφουμε λοιπόν και παραδίνουμε ένα λευκό συμβόλαιο σε αυτόν στον οποίον δίνουμε την ψήφο λέγοντάς του ότι μπορεί να γράψει ό,τι αυτός θέλει και επιστρέφουμε πίσω στους καναπέδες μας παρακολουθώντας από την τηλεόραση για τα επόμενα τέσσερα χρόνια την εξέλιξη των προεκλογικών του υποσχέσεων είτε αυτός γίνει κυβέρνηση είτε αντιπολίτευση.

  Επειδή λοιπόν η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού αλλά και ο τρόπος λειτουργίας του πολιτικού συστήματος δεν αναμένεται να αλλάξει και πολύ στο άμεσο μέλλον θα πρέπει να αναλάβουμε δράση εμείς ως πολίτες ώστε να λειτουργεί αυτό το σύστημα υπέρ ημών και μόνο.

ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ Η ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΕΠΙΛΟΓΗ.
  Απ᾿ ότι φαίνεται δεν θα βγούμε όλοι μαζί στους δρόμους και δεν θα μαζευτούμε 200.000 άτομα για να κάνουμε μαζική διαμαρτυρία αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να διεκδικούμε τα δικαιώματά μας είτε ατομικά είτε ως ομάδες έστω και λίγων ατόμων.  Άλλωστε το δικαίωμα του ενός είναι το δικαίωμα των πολλών και όποιος δεν εκτιμάει την παρουσία τους ενός δεν θα εκτιμήσει ούτε την παρουσία των πολλών. 

  Γιατί λοιπόν, έτσι για παράδειγμα, θα πρέπει να αισθανόμαστε δέος μπροστά σε καθένα από τους τριακόσιους ημίθεους της Δημοκρατίας και να μην του ψελλίζουμε ούτε μια κουβέντα όποτε έχουμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε μαζί του; Γιατί δεν έχουμε ως πολίτες υπό στενό έλεγχο τους βουλευτές παρά τους αφήνουμε να ψηφίζουν ανενόχλητοι μνημόνια; Θα πρέπει να απαιτούμε να μας δίνουν αναφορά για κάθε συμμετοχή τους σε νομοθετική πράξη αλλά και να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη μας ώστε αυτή να έχει επιρροή κατά το νομοθετικό έργο. 

  Γιατί, ως άλλο παράδειγμα,  θα πρέπει να αισθανόμαστε βλακώδη ταπεινοφροσύνη ενώπιον των υπηρεσιών που λειτουργούν πλέον υπέρ ενός κράτους-κρεματορίου κάθε φορά που αυτές μας καλούν να παραστούμε για να διεκπεραιώσουμε υποθέσεις που όχι μόνο δεν έχουν απολύτως κανένα ανταποδοτικό όφελος για εμάς αλλά επιπλέον μας βυθίζουν σε ακόμα μεγαλύτερη προσωπική και οικογενειακή εξαθλίωση; Πότε η Δημοκρατία μας ρώτησε αν εμείς δεχόμαστε να υφίστανται τέτοιες διαδικασίες; Και εκεί θα πρέπει πάλι να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας χωρίς να περιμένουμε πότε θα μαζευτούμε πέντε χιλιάδες άνθρωποι για να πάμε όλοι μαζί π.χ. για διαμαρτυρία στην εφορία.

ΑΥΤΟ ΒΕΒΑΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕΙ ΜΟΝΙΜΗ ΛΥΣΗ

  Το μοντέλο που από τη μία μεριά υπάρχει ένα κράτος που απροκάλυπτα πλέον δηλώνει ότι δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την ευημερία των πολιτών του (ή μάλλον: δηλώνει ότι ενδιαφέρεται για τη μη-ευημερία των πολιτών του) και από την άλλη οι πολίτες να σκαρφίζονται σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο συνεχώς ενέργειες για να επιβιώνουν σε αυτό το περιβάλλον δεν μπορεί να λειτουργήσει εις το διηνεκές ακόμα και αν έτσι σημειώνονται μικρές επιτυχίες προς όφελος των πολιτών. 

  Έτσι λοιπόν το ελάχιστο το οποίο θα πρέπει να θεσμοθετηθεί όταν (και εάν) ποτέ απελευθερωθεί αυτή η χώρα από το τυραννικό πολίτευμα που της έχει επιβληθεί  προκειμένου να μιλάμε για πραγματική Δημοκρατία είναι η δυνατότητα ανάκλησης του εκλεγμένου προσωπικού όταν τα πεπραγμένα του δεν συνάδουν με το προεκλογικό πρόγραμμα για το οποίο άλλωστε δόθηκε η ψήφος. Όχι κάτι διαφορετικό δηλαδή από αυτό που ισχύει στην αγορά όπου αν πληρώσεις για κάτι το οποίο δεν ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές που ανέφερε προκειμένου να προσελκύσει τον πελάτη τότε υπάρχει το δικαίωμα της επιστροφής.

  Βέβαια αυτό προϋποθέτει από τον καθένα που πιστεύει σε κάποιο κόμμα να γνωρίζει τι ακριβώς είναι αυτό που ψηφίζει ώστε να μπορέσει αργότερα να τεκμηριώσει με επιχειρήματα το γεγονός ότι υπάρχει χάσμα ανάμεσα στην προεκλογική υπόσχεση και στις μετεκλογικές πράξεις. Εδώ που τα λέμε όμως η γενική εικόνα του εκλογικού σώματος είναι τραγική. Το μόνο που γνωρίζουμε ακόμα και για το κόμμα της επιλογής μας είναι κάποια ρυθμική συνθηματολογία. Ειδικά σήμερα στην εποχή όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εξελιχθεί σε μια μαύρη τρύπα του διαστήματος που καταπίνει λαούς και τις εγχώριες οικονομίες υπάρχουν πολύ σημαντικά θέματα για τα οποία θα πρέπει να γνωρίζουμε επακριβώς ποιές θέσεις υπερψηφίζουμε, όπως η θέση του κόμματος για τον συσχετισμό Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ελλάδας, νομισματική πολιτική, αναπτυξιακή πολιτική η οποία να μην είναι όμως ένα απόσπασμα από τη Βίβλο των Σαμάνων μάγων σύμφωνα με την οποία θα έρθουν κάποτε οι θεοί από τον ουρανό και θα μας σώσουν, εξωτερική και αμυντική πολιτική, μεταναστευτικό και πολλά άλλα καθώς και τον συσχετισμό όλων των θεμάτων μεταξύ τους. 

  Και φυσικά ισχύουν και αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω, όπως είναι η ανάγκη θεσμικής υποχρέωσης των εκλεγμένων να δίνουν συχνά αναφορά αλλά και να είναι υποχρεωμένοι να λαμβάνουν υπόψη την γνώμη των εκλογέων τους προκειμένου να την αξιοποιήσουν κατά την εκτέλεση του νομοθετικού έργου. Σ’ αυτό κάποιοι θα εγείρουν ενστάσεις διότι σύμφωνα με το υπάρχον Σύνταγμα ο βουλευτής αντιπροσωπεύει ολόκληρο το έθνος και όχι μόνο την εκλογική του περιφέρεια. Είναι ένα καταπληκτικό τρικ του Συντάγματος ώστε ο βουλευτής να κρύβεται πίσω από αυτό και να μη δίνει τελικά λογαριασμό σε κανέναν.

  Για να θεσμοθετηθούν λοιπόν όλα τα παραπάνω απαιτείται επαναπροσδιορισμός στη σχέση λαού και πολιτικού-πολιτειακού συστήματος και αυτό μεταφράζεται σε αυτό για το οποίο έχει ήδη ξεκινήσει η κουβέντα: Νέο Σύνταγμα.

Θεοδόσης Εκίζογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου